- συροφοίνιξ
- -οίνικος, ὁ, θηλ. συροφοίνισσα και συροφοινίκισσα, ΜΑαυτός που κατάγεται από τη Φοινίκη τής Συρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Φοῖνιξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Συροφοινίσσαις — Συροφοῑνίσσαις , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοινίσσης — Συροφοῑνίσσης , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνικες — Συροφοί̱νικες , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνικος — Συροφοί̱νικος , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνισσα — Συροφοί̱νισσα , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συροφοίνισσαν — Συροφοί̱νισσαν , Συροφοῖνιξ Syro Phoenician fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)